Σε είδα που ερχόσουνα από μακριά Κάτι μέσα μου έλεγε πως ο ερχομός σου θα άλλαζε για πάντα την ζωή μου Πλησίαζες Πλησίαζες όλο και περισσότερο Λίγο ακόμα και θα σ' άγγιζα Μα ξαφνικά προσπέρασες μπροστά μου σαν τον άνεμο Το μόνο που κατάφερα να συγκρατήσω ήταν η λάμψη του προσώπου σου που για λίγο με τύφλωσε Κοίταξα δυτικά προς τα' κει που τράβηξες Είχες χαθεί Είχες χαθεί πίσω απ' τον ήλιο που σε λίγο βασίλευε Το ξέρω θα ξανάρθεις θα ξανάρθεις μα σαν ετούτη τη φορά δεν θα σε περιμένω με σταυρωμένα τα χέρια Πάντως όποια και να 'σαι, ότι και να 'σαι σ' ευχαριστώ Σ' ευχαριστώ γι' αυτό σου το μάθημα Που συναντιούνται οι δρόμοι μας δεν έχω βρει ακόμη Μα δεν θα αφήσω αγύρευτο του κόσμου σταυροδρόμι
Του πηγαδιού, που κατεβάζει στη θάλασσα την κιβωτό του κήπου. Του καραβιού, που ανεβάζει την άγκυρα και το βυθό ακυρώνει. Του ακροβάτη ποιητή πάνω απ' το άχραντο κενό την άφιξη του αγγέλου που εποπτεύει. Του ορειβάτη χαρταετού πίσω απ' τα τζάμια του Θεού την εύθραυστη ελαφρότητά μας υπενθυμίζοντας. Της καμπάνας, όταν το θάνατο του αυτόχειρα διστάζει να θρηνήσει. Της σημαίας, που υποστέλλει την έπαρση και αναγγέλλει την ήττα. Της αιώρας που προσποιείται τη γέφυρα, λες κι η χαρά θα περάσει ή μια σελήνη πάνινη σε νυχτωμένο κήπο. Της μέσης του καλόγερου. Της ράχης των βιβλίων. Αυτό που δυο παιδιά γυρνούν πάνω απ' τα χάχανα ενός τρίτου. Κι αυτό που κατεβάζει τον νεκρό, τραβώντας αμετάκλητα του τρόμου την αυλαία. ΛΟΥΚΙΔΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ- ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Μάνα μου μάνα στο δρόμο μου σπείρανε πέτρα κι αψιθιά Μάνα μου μάνα τα νιάτα μου γείρανε κάτω απ τα σπαθιά
Ουρανέ μου στείλε μου νερό να ποτίσω την έρημο να φυτρώσει λουλούδι δροσερό στο κορμί μου τ αέρινο μάνα μου μάνα την άνοιξη φέρε μου πάνω στο σταυρό
Μάνα μου μάνα ηλιόλουστη μέρα μου πότε θα σε βρω
Ουρανέ μου διώχ τη συννεφιά να περάσω τα σύνορα κι ένα βράδυ πάνω στα βουνά να χτυπήσω τα σήμαντρα μάνα μου μάνα στα χέρια μου σήμερα καίνε τα καρφιά Ουρανέ μου στείλε μου νερό να ποτίσω την έρημο να φυτρώσει λουλούδι δροσερό στο κορμί μου τ αέρινο μάνα μου μάνα τον ήλιο σου φέρε μου πάνω στο σταυρό
(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο
παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν
νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο
φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει
δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.) Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι αϋλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου, σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου). Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή
άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα
κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός
της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε,
να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄
αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας.
Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν
εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε:
η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το
αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα;
Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει
τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ΄ όραμα τούτο
να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.